- ἔκσκηνοι
- ἔκσκηνοςdisembodiedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκσκηνος — ἔκσκηνος, ον (Α) 1. θεατρ. αυτός που βρίσκεται έξω από τη σκηνή 2. συνεκδ. αυτός που βρίσκεται έξω από την επίδραση κάποιου 3. αστρον. «ἔκσκηνοι ἡλίου» έξω από την περιοχή επιδράσεως ή ακτινοβολίας τού ηλίου (Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek